Ο ΦΩΤΙΣΜΕΝΟΣ
μία ιστορία για την αναζήτηση της Αλήθειας

Λοιπόν, βρήκα την Αλήθεια ! Ναι, είμαι σίγουρος πως την βρήκα ! Γιατί να διστάσω να τ’ ομολογήσω ;

Μπορεί να μου πήρε κόπους και περιπέτειες πολλές, μπορεί να βασανίσθηκα χρόνια και χρόνια παραδέρνοντας από δω κι από κει, χαμένος μέσα σε σκέψεις δικές μου και των άλλων, μπορεί ελάχιστα πράγματα πρακτικά να κατόρθωσα στην ζωή μου, αλλά τελικά είδα – ω, με πόση αλήθεια αγαλλίαση – είδα τους κόπους μου ν’ ανταμείβονται και την Αλήθεια, μία και μοναδική, ουράνια κι αστραφτερή, μεγαλόπρεπη, να παρουσιάζεται μπροστά μου μέσα στο φωτοστέφανο της πιο λαμπρής ανατολής…

Πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος ;
Όσα βλέπουμε γύρω μας κι όσα ακόμη αγνοούμε από πού είναι η καταγωγή τους ;
Πώς προέκυψε ο άνθρωπος μέσα σε όλα τούτα ;
Με τί σκέφτεται, πώς και γιατί ;
Τί ήρθε πρώτα, τί έπειτα και τί στο τέλος ;
Και γενικώς, από πού προέκυψαν όλα εκείνα τα ερωτήματα που βασανίζουν ανθρώπους σαν εμένα και ποιές είναι οι απαντήσεις τους ;

Αυτά και άλλα πολλά αναρωτιόμουν κι έψαχνα, χρόνια και χρόνια, μέσα στους σκοτεινούς λαβυρίνθους του κόσμου. Πρώτα άρχισα ρωτώντας τους οικείους μου, τα πιο κοντινά μου πρόσωπα, όσους θεωρούσα τότε πως θα έπρεπε να ήξεραν τις απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις. Μα οι αποκρίσεις τους δεν μου άρεσαν και τόσο. Πολύ απλές μου φαίνονταν, πολύ εύκολες στην εξήγησή τους, πολύ στρωτές… Έτσι βγήκα παραέξω και ρώτησα άλλους ανθρώπους, όσους συναντούσα μπροστά μου. Όμως εκεί κι αν έλαβα εύκολες εξηγήσεις, καθώς ό,τι του κατέβαζε η γκλάβα του τού καθενός σε κοιτούσε και το ξεστόμιζε. Λάβαινα ίδιες απαντήσεις με άλλα λόγια, αντικρουόμενες σκέψεις διατυπωμένες με τα ίδια επιχειρήματα, και εξηγούσαν τα απλά με τους πιο πολύπλοκους διαλογισμούς και τα δύσκολα με μια τόση δα κουβεντούλα… « Ποιά είναι η αλήθεια του κόσμου ; », ρωτούσα. « Σιγά το πράμα », μου αποκρίνονταν, κι αρχινούσαν φλυαρίες γενικόλογες, ψέματα μαζί με αλήθειες, όλα ανακατεμένα και ξεσιγυρισμένα, και κατέληγαν πάντα με τον ίδιο τρόπο : « Κατάλαβες τώρα ; ». « « Όχι », τους αποκρινόμουν. Και φυσικά, πώς να καταλάβω ; Αφού ό,τι και να μου ‘λεγαν, όσες εξηγήσεις και να ’θελαν να μου δώσουν, εμένα δεν μου έκανε εντύπωση καμιά, όλα ίδια τα άκουγα και τίποτα δεν με ικανοποιούσε. Ίσως να έφταιγε που ρωτούσα έτσι, ακαταπαύστως όλους, όσους συναντούσα, ίσως να έφταιγε η στραβή λογική τους και τα στραβά επιχειρήματά τους – καθώς την απάντηση στα ύστατα ερωτήματα μπορεί να μην την γνώριζα, αλλά ήμουν από πάντα μου προικισμένος με κρίση και σοφία, ώστε να μπορώ να ξεδιαλύνω γρήγορα το στραβό από το δίκιο – ίσως να έφταιγε που έμελλε να βρω την ΜΙΑ και ΜΟΝΗ αλήθεια, μακριά από τις αλήθειες του κόσμου…

Αφού απογοητεύτηκα με τους ζωντανούς, αποφάσισα να πιάσω τους πεθαμένους. Ήθελα κι εκεί να ξεκινήσω απ’ την αρχή, να μελετήσω τους αρχαίους, μα πριν προλάβω να τ’ αποφασίσω άκουσα από μακριά φωνή τραγουδιστή και γλυκερή, φωνή που μαύλιζε τ’ αυτιά και παράσερνε την ψυχή, μια φωνή που πάνω-κάτω τραγουδούσε :

Τί κι αν τις στράτες των ανθρώπων γνώρισα
Και του κόσμου την ομορφιά την είδα
Τι κι αν η Δέσποινα μου έδωσε φιλί
Και ήταν η καρδιά μου πάνω σε ακίδα

Την ψυχή μου δεν την πλάνεψε καμιά οφθαλμαπάτη
Μόν’ της Αλήθειας άρπαξα γερά τα γκέμια από το Άτι

Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη. Τί ήταν αυτό που λέγανε τα λόγια ; Ποιά μυστικά κρυβόντουσαν από πίσω τους ; Και κυρίως, ποιός ήταν αυτός που είχε βουτήξει την φωνή του σε τέτοιο εξαίσιο μέλι, που τολμούσε να τραγουδήσει με τόσο κρυφό και φανερωμένο τρόπο την Αλήθεια του κόσμου και της ψυχής ;

Από εκείνη την στιγμή πείστηκα πως μέσα σε τούτα τα λόγια κρυβόταν η Αλήθεια, μόνο που έπρεπε να την ξεχωρίσω, να την ξεθάψω και να την φέρω αυτούσια στην επιφάνεια. Είχα βρει, μου φάνηκε, επιτέλους, τον τόπο του θησαυρού και το μόνο που μου έλειπε ήταν η σωστή ανάγνωση του Χάρτη του, τα κατάλληλα σύνεργα για να ξεκινήσω την επιχείρηση ανεύρεσής του… Μου είχαν δείξει πια πού βρισκόταν αυτό που αναζητούσα – έτσι νόμιζα τότε – και η ευθύνη είχε πέσει ξαφνικά σε μένα : ορίστε η Αλήθεια, παρ’ την αν μπορείς !

Όμως, δεν έχουν ποτέ τελειωμό τα βάσανα του ανθρώπου που αναζητά την Αλήθεια. Η καινούρια μου περιπέτεια αποδείχθηκε πιο δύσκολη απ’ ότι φαινόταν στην αρχή. Οι στίχοι και οι λέξεις του παράξενου εκείνου τραγουδιού που είχα ακούσει γίνηκαν για μένα μια ακλόνητη εμμονή, σίγουρος ήμουν πως μέσα τους έκρυβαν το μυστικό … «στράτες», «ομορφιά», «είδα», «Δέσποινα», «καρδιά», «φιλί», «ακίδα», «οφθαλμαπάτη», «γκέμια»… Οι λέξεις αυτές απέκτησαν για μένα μια πραγματικότητα πιο συμπαγή από όλα τα άλλα πράγματα του κόσμου. Τις συλλάβιζα, τις έγραφα ξανά και ξανά, ξεχώριζα τα γράμματά τους, τ’ αναποδογύριζα… Έφτιαχνα με αυτές άλλους στίχους, άλλα λόγια, άλλα τραγούδια, άπειρους συνδυασμούς… Τελικά κατάλαβα πως είχα στα χέρια μου άλλους Χάρτες του μοναδικού εκείνου θησαυρού που ήταν η Αλήθεια. Άπειρους Χάρτες μπορούσα να φτιάξω με αυτά τα υλικά. Κι όμως, εδώ βρισκόταν το πιο παράξενο : αν κι εγώ ήμουν ο Δημιουργός αυτών των καινούριων Χαρτών, δεν μπορούσα ωστόσο να βρω μέσα τους το ακριβές μέρος της Αλήθειας…

Κάποτε κουραζόμουν πολύ από όλη αυτή την αναζήτηση. Παρατούσα τότε τα χαρτιά και έπεφτα για ύπνο. Άνθρωπος ήμουν κι εγώ, ούτε θεός, ούτε κανένα στοιχειό του δάσους, κι ας είχα αφιερώσει όλες μου τις προσπάθειες σε έναν και μόνο σκοπό, οι δυνάμεις μου μπορούσαν να με εγκαταλείψουν και τότε χρειαζόμουν επειγόντως ξεκούραση. Αλλά σιγά-σιγά ούτε στον ύπνο μου δεν μπορούσα να βρω ανάπαυση. Μόλις έκλεινα τα μάτια, έβλεπα όνειρα. Όνειρα φοβερά και σκοτεινά. Όλες εκείνες οι σκέψεις που με απασχολούσαν κατά την διάρκεια της ημέρας, την νύχτα γίνονταν μορφές που φώναζαν τ’ όνομά μου, που με καλούσαν, με έπαιρναν από πίσω και με κυνηγούσαν με μανία. Χιλιάδες δρόμοι ανοίγονταν μπροστά μου, μονοπάτια προς πάσα κατεύθυνση και στράτες χωρίς συγκεκριμένα σχήματα. Χιλιάδες χρώματα έραιναν τον ουρανό και εκρήξεις όμοιες με βεγγαλικών συντάραζαν τον κόσμο. Τότε ακούγονταν ξαφνικά από κάπου χλιμιντρίσματα και πέταλα αλόγων, ενώ μια φαντασμαγορική Δέσποινα πετούσε από πάνω μου και πάσχιζε, λέει, να με φιλήσει, αλλά εγώ αισθανόμουν αγκάθια να με τσιμπάνε σε όλο μου το κορμί και έτρεχα, έτρεχα να ξεφύγω από όλα αυτά και να γλιτώσω… Ώσπου σε κάποια στιγμή όλα τα φοβερά στοιχειά του ονείρου μου ενώνονταν σε ένα και μόνο φοβερό τέρας, ένα τέρας που είχε πόδια και ουρά αλόγου, απ’ την μέση και πάνω σώμα ίδιο με αυτό της Δεσποσύνης που με κυνηγούσε και στα πλευρά του πετάγονταν αγκάθια μυτερά και σουβλερά… Εγώ έτρεχα μπροστά για να ξεφύγω, έντρομος μέσα στον πανικό μου, κι εκείνο με έπαιρνε στο κατόπι με χλιμιντρίσματα και κραυγές… Και σε μια στιγμή που γύρισα πίσω να δω, αντίκρισα και τον καβαλάρή του, έναν σκοτεινό ιππέα, που κρατούσε γερά στο ένα χέρι τα γκέμια και στο άλλο το μαστίγιο, την φοβερή κόψη του οποίου αισθανόμουν καθώς έσκαγε δίπλα μου, και ο καβαλάρης αυτός δεν είχε πρόσωπο, παρά μόνο μια μαυρίλα, γιατί το πρόσωπό του ήταν, λέει, η Αλήθεια που αναζητούσα, και λίγο, ένα τσακ, χρειαζότανε για να με φτάσει…

Πεταγόμουν από τον ύπνο μούσκεμα στον ιδρώτα και έβλεπα τον ήλιο να τρυπά τις αμυχές στα παραθυρόφυλλα του μικρού καλυβιού μου. Σηκωνόμουν απ’ το κρεβάτι, έδινα μία στην πόρτα και έβγαινα έξω. Ώσπου να πλύνω το πρόσωπό μου με το τρεχούμενο νερό, είχα συνέλθει και ξαναστερεώνονταν γύρω μου τα πράγματα του κόσμου : ο ήλιος, τα βουνά αντίκρυ, τα ψηλά δένδρα ένα γύρω, το ποτάμι ανάμεσά τους και το φτωχό μου καλυβάκι. Καταλάβαινα πως, για μια ακόμη φορά, είχα γλιτώσει από το χιμαιρικό τέρας και τον σκοτεινό του καβαλάρη και από την Αλήθεια, που τώρα δεν θα με κυνηγούσε πια αυτή αλλά εγώ, κατά την διάρκεια της μέρας, θα πάσχιζα να της στήσω ενέδρα… Ήμουν όμως κουρασμένος, αποκαμωμένος από την βασανιστική νύχτα και θυμωμένος με τον εαυτό μου…

Ένα τέτοιο πρωινό, που είχα για άλλη μια φορά ξεφύγει του τέρατος που με κυνηγούσε την νύχτα, κάθισα ζαλισμένος στο σκαλοπάτι του μικρού σπιτιού μου. Απελπισμένος κοίταγα γύρω μου, χωρίς τίποτα να βλέπω κι αναρωτιόμουν πως θα γλίτωνα απ’ όλα αυτά. Ένα μικρό πουλί είχε φτιάξει όπως φαινόταν την φωλιά του εκεί κοντά και κάθε τόσο άκουγα τα κελαηδίσματά του πίσω απ’ τα φυλλώματα των δένδρων, ενώ άλλοτε ξεθαρρευόταν και πετούσε γύρω από το καταφύγιό μου, τιτίβιζε πάνω στα παράθυρα, τρύπωνε στις μικρές προεξοχές του και μου ζάλιζε το κεφάλι με όλη την φασαρία του. Με εξόργιζε πραγματικά με την συμπεριφορά του, γιατί αποσπούσε την προσοχή μου από την αναζήτηση της Αλήθειας, τάραζε τους λογισμούς μου και χάλαγε την σειρά όλων των προσπαθειών μου, έτσι όπως ξεπεταγόταν μέσα από το δάσος. Αλλά εκείνο το πρωινό, που άκουσα πάλι το κελάηδισμά του και γύρισα το κεφάλι, και το είδα να κάθεται πάνω-πάνω στην μυτερή κορυφή της εισόδου του σπιτικού μου και να με περιγελά με τα τιτιβίσματά του, για πρώτη φορά ένιωσα να συμφωνώ μαζί του και μου φάνηκε χαριτωμένο. Κι έτσι όπως ήμουν, αποκαμωμένος κι απελπισμένος, μέσα στην δροσιά του πρωινού, με μόνο αυτό για ζωντανή συντροφιά μου, η καρδιά μου μαλάκωσε και θυμήθηκα πως είχα κάτι ψίχουλα μέσα στην τσέπη του πανωφοριού μου. Έψαξα με το χέρι μου για να τα πάρω και να του τα πετάξω, αλλά εκείνη την στιγμή το πουλί πέταξε μακριά. Κελάηδησε για μια τελευταία φορά με τεντωμένο το λαιμό, τινάχτηκε στον αέρα, σκορπώντας μερικά φτερά γύρω του, πέταξε δυο-τρεις φορές πάνω από το κεφάλι μου και χάθηκε μακριά μες τον ορίζοντα. Δεν το ξανάδα πια…

Αυτό ήταν που ξεχείλισε το ποτήρι της απελπισίας μου. Τινάχτηκα όρθιος και κλότσησα τις πέτρες μπροστά μου. « Έκανα λάθος », φώναξα μέσα στην πρωινή σιγή του δάσους, « Δεν είναι αυτός ο δρόμος. Έκανα λάθος ! ». Είχα προσπαθήσει να ξετυλίξω τον μίτο της Αλήθειας μέσα από το έργο ενός σοφού δασκάλου, παρασυρμένος από την γοητεία των λόγων του, και τελικά είχα βρεθεί μπροστά σε ένα κουβάρι από αντιφάσεις, μυστήρια γεγονότα και δυσεπίλυτους γρίφους. Είχα ταυτιστεί με λέξεις κι έννοιες που δεν ήταν δικές μου, τις είχα δανειστεί μονάχα και τώρα έπρεπε να τις γυρίσω πίσω και να συνεχίσω το ταξίδι μου. Και τα έβαλα με τον εαυτό μου που είχε παρασυρθεί και είχε πιστέψει πως τόσο εύκολη ήταν η εύρεση της Αλήθειας, ενώ τώρα το καταλάβαινα καλά πως είχα ξεκινήσει για την πιο δύσκολη αναζήτηση και η κατάληξή της – αν είχε ποτέ κατάληξη, γιατί τόσο απογοητευμένος ήμουν εκείνη την στιγμή που το σκεφτόμουν κι αυτό – και η κατάληξή της θα έπαιρνε χρόνους και κόπους και προσπάθειες πολλές, όχι μέσα στην μονοτονία μιας διδασκαλίας που τυφλά θ’ ακολουθούσα, αλλά μέσα στην ποικιλία της ίδιας της Ζωής και της Δημιουργίας. Γιατί τί άλλο να ήταν η Αλήθεια άλλωστε αν όχι το πιο κρυφό μυστικό αυτής της Δημιουργίας ;

Τακτοποίησα τότε τα χαρτιά μου πάνω στο ξύλινο τραπέζι – το μοναδικό έπιπλο του φτωχικού σπιτιού μου μέσα στο δάσος – όλους τους υπολογισμούς μου και τα αυτοσχέδια όργανά μου, κλείδωσα την πόρτα και, αφού πέρασα στην πλάτη τα λιγοστά μου πράγματα, έφυγα από εκείνο το μέρος, που τόσα χρόνια μοναξιάς είχα περάσει, για πάντα.Θυμάμαι ακόμη και τώρα, πολύ ζωντανά, τον χαλασμό που γινόταν στην αγορά του κόσμου. Τόσους πολλούς ανθρώπους μαζεμένους δεν είχα ξαναδεί. Πραματευτάδες κάθε λογής διαλαλούσαν τα εμπορεύματά τους, γυναίκες τραβούσαν τα παιδιά τους από το χέρι για να μην τα χάσουν μέσα στο πλήθος, και Σοφοί πάνω σε κασόνια κήρυτταν τις φωτισμένες διδασκαλίες τους με πάθος για την αλήθεια των λόγων τους. Πλησίαζα σε κάθε έναν και άκουγα προσεκτικά : « Η Αλήθεια είναι το Νερό ! », φώναζε ένας. « Η Αλήθεια είναι ο Αέρας ! », τράνταζε τα χέρια του άλλος. « Η Αλήθεια βρίσκεται στο Ένα, Μοναδικό κι Ακίνητο Όν », πιστοποιούσε ένας τρίτος, κι από πίσω του άλλος σοφός κραύγαζε : « Η Αλήθεια είναι τα Άπειρα, Αεικίνητα Κομμάτια του Σύμπαντος », κι από πίσω από αυτούς άλλος σοφός που κήρυττε και από πίσω άλλος κι άλλος κι άλλος…

Καθόμουν και τους άκουγα σιωπηλός. Σημείωνα τακτικά τα επιχειρήματά τους. Στοχαζόμουν πάνω στα λόγια τους. Ακολουθούσα τους προβληματισμούς της σκέψης τους και αναρωτιόμουν αν μπορεί να βγάλει άκρη κανείς μέσα σε όλα αυτά. Κανένα επιχείρημα όμως δεν άγγιζε βαθιά την καρδιά μου, καμία πρόταση δεν με συγκινούσε πραγματικά, όλα τα άκουγα και όλα περνούσαν από μέσα μου με τον ίδιο τρόπο, σαν να είχαν την ίδια ισχύ και σαν να κομμάτιαζαν την Αλήθεια σε χίλια κομμάτια. Ήταν καλή τροφή για τον νου, σκεφτόμουν, αλλά για την Αλήθεια που αναζητούσα… δεν ήξερα…

Ξαφνικά, μια μέρα, εκεί που ήμουν χωμένος μέσα στο πλήθος και προσπαθούσα να πιάσω τα λόγια κανενός Σοφού, ένα τρανταχτό γέλιο ακούστηκε από πίσω μου. « Χα, χα, χα, προσπαθούν να βρουν την Αλήθεια… Αστείο δεν είναι ; ». Γύρισα κι είδα ένα παιδί, έναν λεπτό νεαρό, που καθισμένο στο έδαφος είχε στα χέρια του πέντε χρωματιστούς βόλους και έπαιζε με αυτούς, πετώντας τους ψηλά. « Τί εννοείς ; », τον ρώτησα, « τί ξέρεις εσύ από αυτά ; ». Εκείνος μου χαμογέλασε και, προς απάντησή μου, άρχισε να μου μιλά για τον κάθε Σοφό και για τα λόγια του, τι πίστευε ο καθένας και που αντιδικούσε με τους άλλους. Έπειτα, αφού σηκώθηκε όρθιος, σοβάρεψε και μου είπε : « Ο ρόλος του νου είναι να φρουρεί τις πύλες της αντίληψης και να απορρίπτει όσα δεν ταιριάζουν στον σχηματοποιημένο κόσμο που έχει δομήσει… Δεν μπορούμε να κατευθύνουμε τον Άνεμο, μπορούμε όμως να προσαρμόσουμε τα πανιά… Η Αλήθεια είναι βίωμα… ». Τον κοίταξα για μια στιγμή έκπληκτος κι ύστερα του είπα : « Κοροϊδεύεις τους Σοφούς και τις διδασκαλίες τους, αλλά το παίζεις κι εσύ ένας από αυτούς... Μόλις τώρα μου είπες την δική σου αλήθεια, την οποία σίγουρα θα έχεις πολλά επιχειρήματα για να την υποστηρίξεις… ». Ο νεαρός παρέμεινε λίγο ακόμα σοβαρός, για μια στιγμή μάλιστα νομίζω πως έδειξε να θίγεται από τα λόγια μου, κι έπειτα έσκασε σε τρανταχτά γέλια που έσειαν όλο του το κορμί. « Παλαβομάρες », μου απάντησε, « έλα να περπατήσουμε μαζί »…

Από εκείνη την ημέρα γίναμε φίλοι αχώριστοι. Τριγυρνούσαμε μαζί στην αγορά και συζητούσαμε μεταξύ μας για όλα τα θέματα. Ο περίεργος φίλος μου γνώριζε καλύτερα τα κατατόπια από εμένα, είχε γυρίσει όλες τις συνοικίες, όλα τα παραμάγαζα, είχε βρεθεί στις περισσότερες γειτονιές, και γνώριζε σχεδόν όλους τους ανθρώπους… Κάθε φορά που μιλούσαμε και αναλύαμε ένα ζήτημα πρόσεξα πως είχε κι έναν άλλο βόλο στα χέρια του και έπαιζε μαζί του. Η συντροφιά του με ευχαριστούσε. Οι γνώσεις του συμπλήρωναν τις δικές μου. Οι φαντασίες μας έτρεχαν σε διαφορετικά μονοπάτια και κάποια στιγμή συναντιόντουσαν. Ενέπνεε ο ένας τον άλλο με διάφορους τρόπους και, κυρίως, τουλάχιστον τώρα αισθανόμουν πως δεν ήμουν μόνος μου στην αναζήτηση μου αλλά είχα κάποιον για να τα μοιραστώ όλα αυτά.

Έτσι περνούσα τον περισσότερο χρόνο μου ενώ ταυτόχρονα τριγυρνούσα ανάμεσα στην αγορά και παρατηρούσα τις συνήθειες των ανθρώπων. Γρήγορα πρόσεξα πως, με κάποιον περίεργο τρόπο, με επηρέαζαν όλα αυτά : οι καθημερινές, συνηθισμένες έγνοιες των ανθρώπων, η προσπάθεια των εμπόρων να πουλήσουν τα προϊόντα τους, το πλήθος με τις πολλαπλές ανάγκες που πάσχιζε να τις καλύψει, χαμένοι και κερδισμένοι σε έναν κόσμο δούναι και λαβείν, το πάρε-δώσε του χρήματος που έρεε αέναα αδιαφορώντας για κάθε αλήθεια… Γρήγορα πρόσεξα πως, με κάποιον περίεργο τρόπο, με επηρέαζαν όλα αυτά, σαν να έπρεπε να πάρω κι εγώ μέρος σε αυτό το αχανές παιχνίδι…

Ώσπου μια μέρα…


Ε, λοιπόν... Πολλά χρόνια έχουν περάσει από τότε. Τόσα πολλά που όλα αυτά μου φαίνονται σαν τα γεγονότα μιας άλλης ζωής. Τί σημασία έχουν ; Βέβαια, είναι όλα τα σημεία μιας ενιαίας γραμμής που οδηγεί στην σημερινή κατάσταση, αυτήν την κατάσταση που ξεκίνησα να σας λέω στην αρχή. Και η κατάσταση αυτή είναι πως : βρήκα την Αλήθεια ! Ναι, είμαι σίγουρος πως την βρήκα ! Γιατί να διστάσω λοιπόν να τ’ ομολογήσω ; Και είναι μία αλήθεια καταπληκτική, υπέροχη, η ΜΙΑ και ΜΟΝΗ αλήθεια, που μόνο εγώ την γνωρίζω…

Και ξέρω τι θέλετε τώρα. Να σας την πω… Αλλά όχι… Γιατί να το κάνω ; Απεναντίας, υπάρχουν πολλοί λόγοι που με συμβουλεύουν το αντίθετο. Αυτή είναι η δική μου Αλήθεια, έτσι όπως αποκαλύφθηκε σε μένα μετά από περιπέτειες και ταλαιπωρίες πολλές. Θα ήταν άδικο λοιπόν να σας την προσφέρω δωρεάν και άκοπα – θα ήταν άλλωστε μία Αλήθεια που δεν θα χρειαζόσασταν. Τί μου λέει πως είστε έτοιμοι για να την δεχτείτε ; Νομίζω πως χρέος έχω να μην σας την πω, πως δεν είστε έτοιμοι, δεν πρέπει ακόμα…

Μερικές φορές, ακόμα κι εγώ, παρά την σημερινή μου γνώση της Αλήθειας, νοσταλγώ τα περασμένα. Υπάρχουν στιγμές που αναθυμάμαι εκείνα τα χρόνια της μοναξιάς και της βύθισης στο απόμακρο καλυβάκι μου… Την συντροφιά με τον παράξενο φίλο μου, που πετούσε στον αέρα κι έπαιζε τους βόλους του, σαν ζογκλέρ… Και εκείνο το πουλί… μερικές φορές η καρδιά μου επιθυμεί να μπορούσε να πετάξει μαζί του και να φύγει, έτσι όπως χάθηκε, μακριά στον ορίζοντα…

Αλλά τώρα γνωρίζω την Αλήθεια…

Μπορεί να μου πήρε κόπους και περιπέτειες πολλές, μπορεί να βασανίσθηκα χρόνια και χρόνια παραδέρνοντας από δω κι από κει, χαμένος μέσα σε σκέψεις δικές μου και των άλλων, μπορεί ελάχιστα πράματα πρακτικά να κατόρθωσα στην ζωή μου, αλλά τελικά είδα – ω, με πόση αλήθεια αγαλλίαση – είδα τους κόπους μου ν’ ανταμείβονται και την Αλήθεια, μία και μοναδική, ουράνια κι αστραφτερή, μεγαλόπρεπη, να παρουσιάζεται μπροστά μου μέσα στο φωτοστέφανο της πιο λαμπρής ανατολής…

ΤΕΛΟΣ


(περιλαμβάνεται στην ανθολογία ''SFF.gr : Ονείρων Σκιές'', που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις των Συμπαντικών Διαδρομών)

[ Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται από τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας οποιαδήποτε αναπαραγωγή. ]

© Δημήτρης Αργασταράς, 2006