Ο ΦΩΤΙΣΜΕΝΟΣ
μία ιστορία για την αναζήτηση της Αλήθειας

Λοιπόν, βρήκα την Αλήθεια ! Ναι, είμαι σίγουρος πως την βρήκα ! Γιατί να διστάσω να τ’ ομολογήσω ;

Μπορεί να μου πήρε κόπους και περιπέτειες πολλές, μπορεί να βασανίσθηκα χρόνια και χρόνια παραδέρνοντας από δω κι από κει, χαμένος μέσα σε σκέψεις δικές μου και των άλλων, μπορεί ελάχιστα πράγματα πρακτικά να κατόρθωσα στην ζωή μου, αλλά τελικά είδα – ω, με πόση αλήθεια αγαλλίαση – είδα τους κόπους μου ν’ ανταμείβονται και την Αλήθεια, μία και μοναδική, ουράνια κι αστραφτερή, μεγαλόπρεπη, να παρουσιάζεται μπροστά μου μέσα στο φωτοστέφανο της πιο λαμπρής ανατολής…

Πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος ;
Όσα βλέπουμε γύρω μας κι όσα ακόμη αγνοούμε από πού είναι η καταγωγή τους ;
Πώς προέκυψε ο άνθρωπος μέσα σε όλα τούτα ;
Με τί σκέφτεται, πώς και γιατί ;
Τί ήρθε πρώτα, τί έπειτα και τί στο τέλος ;
Και γενικώς, από πού προέκυψαν όλα εκείνα τα ερωτήματα που βασανίζουν ανθρώπους σαν εμένα και ποιές είναι οι απαντήσεις τους ;

Αυτά και άλλα πολλά αναρωτιόμουν κι έψαχνα, χρόνια και χρόνια, μέσα στους σκοτεινούς λαβυρίνθους του κόσμου. Πρώτα άρχισα ρωτώντας τους οικείους μου, τα πιο κοντινά μου πρόσωπα, όσους θεωρούσα τότε πως θα έπρεπε να ήξεραν τις απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις. Μα οι αποκρίσεις τους δεν μου άρεσαν και τόσο. Πολύ απλές μου φαίνονταν, πολύ εύκολες στην εξήγησή τους, πολύ στρωτές… Έτσι βγήκα παραέξω και ρώτησα άλλους ανθρώπους, όσους συναντούσα μπροστά μου. Όμως εκεί κι αν έλαβα εύκολες εξηγήσεις, καθώς ό,τι του κατέβαζε η γκλάβα του τού καθενός σε κοιτούσε και το ξεστόμιζε. Λάβαινα ίδιες απαντήσεις με άλλα λόγια, αντικρουόμενες σκέψεις διατυπωμένες με τα ίδια επιχειρήματα, και εξηγούσαν τα απλά με τους πιο πολύπλοκους διαλογισμούς και τα δύσκολα με μια τόση δα κουβεντούλα… « Ποιά είναι η αλήθεια του κόσμου ; », ρωτούσα. « Σιγά το πράμα », μου αποκρίνονταν, κι αρχινούσαν φλυαρίες γενικόλογες, ψέματα μαζί με αλήθειες, όλα ανακατεμένα και ξεσιγυρισμένα, και κατέληγαν πάντα με τον ίδιο τρόπο : « Κατάλαβες τώρα ; ». « « Όχι », τους αποκρινόμουν. Και φυσικά, πώς να καταλάβω ; Αφού ό,τι και να μου ‘λεγαν, όσες εξηγήσεις και να ’θελαν να μου δώσουν, εμένα δεν μου έκανε εντύπωση καμιά, όλα ίδια τα άκουγα και τίποτα δεν με ικανοποιούσε. Ίσως να έφταιγε που ρωτούσα έτσι, ακαταπαύστως όλους, όσους συναντούσα, ίσως να έφταιγε η στραβή λογική τους και τα στραβά επιχειρήματά τους – καθώς την απάντηση στα ύστατα ερωτήματα μπορεί να μην την γνώριζα, αλλά ήμουν από πάντα μου προικισμένος με κρίση και σοφία, ώστε να μπορώ να ξεδιαλύνω γρήγορα το στραβό από το δίκιο – ίσως να έφταιγε που έμελλε να βρω την ΜΙΑ και ΜΟΝΗ αλήθεια, μακριά από τις αλήθειες του κόσμου…

Αφού απογοητεύτηκα με τους ζωντανούς, αποφάσισα να πιάσω τους πεθαμένους. Ήθελα κι εκεί να ξεκινήσω απ’ την αρχή, να μελετήσω τους αρχαίους, μα πριν προλάβω να τ’ αποφασίσω άκουσα από μακριά φωνή τραγουδιστή και γλυκερή, φωνή που μαύλιζε τ’ αυτιά και παράσερνε την ψυχή, μια φωνή που πάνω-κάτω τραγουδούσε :

Τί κι αν τις στράτες των ανθρώπων γνώρισα
Και του κόσμου την ομορφιά την είδα
Τι κι αν η Δέσποινα μου έδωσε φιλί
Και ήταν η καρδιά μου πάνω σε ακίδα

Την ψυχή μου δεν την πλάνεψε καμιά οφθαλμαπάτη
Μόν’ της Αλήθειας άρπαξα γερά τα γκέμια από το Άτι

Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη. Τί ήταν αυτό που λέγανε τα λόγια ; Ποιά μυστικά κρυβόντουσαν από πίσω τους ; Και κυρίως, ποιός ήταν αυτός που είχε βουτήξει την φωνή του σε τέτοιο εξαίσιο μέλι, που τολμούσε να τραγουδήσει με τόσο κρυφό και φανερωμένο τρόπο την Αλήθεια του κόσμου και της ψυχής ;

Από εκείνη την στιγμή πείστηκα πως μέσα σε τούτα τα λόγια κρυβόταν η Αλήθεια, μόνο που έπρεπε να την ξεχωρίσω, να την ξεθάψω και να την φέρω αυτούσια στην επιφάνεια. Είχα βρει, μου φάνηκε, επιτέλους, τον τόπο του θησαυρού και το μόνο που μου έλειπε ήταν η σωστή ανάγνωση του Χάρτη του, τα κατάλληλα σύνεργα για να ξεκινήσω την επιχείρηση ανεύρεσής του… Μου είχαν δείξει πια πού βρισκόταν αυτό που αναζητούσα – έτσι νόμιζα τότε – και η ευθύνη είχε πέσει ξαφνικά σε μένα : ορίστε η Αλήθεια, παρ’ την αν μπορείς !

Όμως, δεν έχουν ποτέ τελειωμό τα βάσανα του ανθρώπου που αναζητά την Αλήθεια. Η καινούρια μου περιπέτεια αποδείχθηκε πιο δύσκολη απ’ ότι φαινόταν στην αρχή. Οι στίχοι και οι λέξεις του παράξενου εκείνου τραγουδιού που είχα ακούσει γίνηκαν για μένα μια ακλόνητη εμμονή, σίγουρος ήμουν πως μέσα τους έκρυβαν το μυστικό … «στράτες», «ομορφιά», «είδα», «Δέσποινα», «καρδιά», «φιλί», «ακίδα», «οφθαλμαπάτη», «γκέμια»… Οι λέξεις αυτές απέκτησαν για μένα μια πραγματικότητα πιο συμπαγή από όλα τα άλλα πράγματα του κόσμου. Τις συλλάβιζα, τις έγραφα ξανά και ξανά, ξεχώριζα τα γράμματά τους, τ’ αναποδογύριζα… Έφτιαχνα με αυτές άλλους στίχους, άλλα λόγια, άλλα τραγούδια, άπειρους συνδυασμούς… Τελικά κατάλαβα πως είχα στα χέρια μου άλλους Χάρτες του μοναδικού εκείνου θησαυρού που ήταν η Αλήθεια. Άπειρους Χάρτες μπορούσα να φτιάξω με αυτά τα υλικά. Κι όμως, εδώ βρισκόταν το πιο παράξενο : αν κι εγώ ήμουν ο Δημιουργός αυτών των καινούριων Χαρτών, δεν μπορούσα ωστόσο να βρω μέσα τους το ακριβές μέρος της Αλήθειας…

Κάποτε κουραζόμουν πολύ από όλη αυτή την αναζήτηση. Παρατούσα τότε τα χαρτιά και έπεφτα για ύπνο. Άνθρωπος ήμουν κι εγώ, ούτε θεός, ούτε κανένα στοιχειό του δάσους, κι ας είχα αφιερώσει όλες μου τις προσπάθειες σε έναν και μόνο σκοπό, οι δυνάμεις μου μπορούσαν να με εγκαταλείψουν και τότε χρειαζόμουν επειγόντως ξεκούραση. Αλλά σιγά-σιγά ούτε στον ύπνο μου δεν μπορούσα να βρω ανάπαυση. Μόλις έκλεινα τα μάτια, έβλεπα όνειρα. Όνειρα φοβερά και σκοτεινά. Όλες εκείνες οι σκέψεις που με απασχολούσαν κατά την διάρκεια της ημέρας, την νύχτα γίνονταν μορφές που φώναζαν τ’ όνομά μου, που με καλούσαν, με έπαιρναν από πίσω και με κυνηγούσαν με μανία. Χιλιάδες δρόμοι ανοίγονταν μπροστά μου, μονοπάτια προς πάσα κατεύθυνση και στράτες χωρίς συγκεκριμένα σχήματα. Χιλιάδες χρώματα έραιναν τον ουρανό και εκρήξεις όμοιες με βεγγαλικών συντάραζαν τον κόσμο. Τότε ακούγονταν ξαφνικά από κάπου χλιμιντρίσματα και πέταλα αλόγων, ενώ μια φαντασμαγορική Δέσποινα πετούσε από πάνω μου και πάσχιζε, λέει, να με φιλήσει, αλλά εγώ αισθανόμουν αγκάθια να με τσιμπάνε σε όλο μου το κορμί και έτρεχα, έτρεχα να ξεφύγω από όλα αυτά και να γλιτώσω… Ώσπου σε κάποια στιγμή όλα τα φοβερά στοιχειά του ονείρου μου ενώνονταν σε ένα και μόνο φοβερό τέρας, ένα τέρας που είχε πόδια και ουρά αλόγου, απ’ την μέση και πάνω σώμα ίδιο με αυτό της Δεσποσύνης που με κυνηγούσε και στα πλευρά του πετάγονταν αγκάθια μυτερά και σουβλερά… Εγώ έτρεχα μπροστά για να ξεφύγω, έντρομος μέσα στον πανικό μου, κι εκείνο με έπαιρνε στο κατόπι με χλιμιντρίσματα και κραυγές… Και σε μια στιγμή που γύρισα πίσω να δω, αντίκρισα και τον καβαλάρή του, έναν σκοτεινό ιππέα, που κρατούσε γερά στο ένα χέρι τα γκέμια και στο άλλο το μαστίγιο, την φοβερή κόψη του οποίου αισθανόμουν καθώς έσκαγε δίπλα μου, και ο καβαλάρης αυτός δεν είχε πρόσωπο, παρά μόνο μια μαυρίλα, γιατί το πρόσωπό του ήταν, λέει, η Αλήθεια που αναζητούσα, και λίγο, ένα τσακ, χρειαζότανε για να με φτάσει…

Πεταγόμουν από τον ύπνο μούσκεμα στον ιδρώτα και έβλεπα τον ήλιο να τρυπά τις αμυχές στα παραθυρόφυλλα του μικρού καλυβιού μου. Σηκωνόμουν απ’ το κρεβάτι, έδινα μία στην πόρτα και έβγαινα έξω. Ώσπου να πλύνω το πρόσωπό μου με το τρεχούμενο νερό, είχα συνέλθει και ξαναστερεώνονταν γύρω μου τα πράγματα του κόσμου : ο ήλιος, τα βουνά αντίκρυ, τα ψηλά δένδρα ένα γύρω, το ποτάμι ανάμεσά τους και το φτωχό μου καλυβάκι. Καταλάβαινα πως, για μια ακόμη φορά, είχα γλιτώσει από το χιμαιρικό τέρας και τον σκοτεινό του καβαλάρη και από την Αλήθεια, που τώρα δεν θα με κυνηγούσε πια αυτή αλλά εγώ, κατά την διάρκεια της μέρας, θα πάσχιζα να της στήσω ενέδρα… Ήμουν όμως κουρασμένος, αποκαμωμένος από την βασανιστική νύχτα και θυμωμένος με τον εαυτό μου…

Ένα τέτοιο πρωινό, που είχα για άλλη μια φορά ξεφύγει του τέρατος που με κυνηγούσε την νύχτα, κάθισα ζαλισμένος στο σκαλοπάτι του μικρού σπιτιού μου. Απελπισμένος κοίταγα γύρω μου, χωρίς τίποτα να βλέπω κι αναρωτιόμουν πως θα γλίτωνα απ’ όλα αυτά. Ένα μικρό πουλί είχε φτιάξει όπως φαινόταν την φωλιά του εκεί κοντά και κάθε τόσο άκουγα τα κελαηδίσματά του πίσω απ’ τα φυλλώματα των δένδρων, ενώ άλλοτε ξεθαρρευόταν και πετούσε γύρω από το καταφύγιό μου, τιτίβιζε πάνω στα παράθυρα, τρύπωνε στις μικρές προεξοχές του και μου ζάλιζε το κεφάλι με όλη την φασαρία του. Με εξόργιζε πραγματικά με την συμπεριφορά του, γιατί αποσπούσε την προσοχή μου από την αναζήτηση της Αλήθειας, τάραζε τους λογισμούς μου και χάλαγε την σειρά όλων των προσπαθειών μου, έτσι όπως ξεπεταγόταν μέσα από το δάσος. Αλλά εκείνο το πρωινό, που άκουσα πάλι το κελάηδισμά του και γύρισα το κεφάλι, και το είδα να κάθεται πάνω-πάνω στην μυτερή κορυφή της εισόδου του σπιτικού μου και να με περιγελά με τα τιτιβίσματά του, για πρώτη φορά ένιωσα να συμφωνώ μαζί του και μου φάνηκε χαριτωμένο. Κι έτσι όπως ήμουν, αποκαμωμένος κι απελπισμένος, μέσα στην δροσιά του πρωινού, με μόνο αυτό για ζωντανή συντροφιά μου, η καρδιά μου μαλάκωσε και θυμήθηκα πως είχα κάτι ψίχουλα μέσα στην τσέπη του πανωφοριού μου. Έψαξα με το χέρι μου για να τα πάρω και να του τα πετάξω, αλλά εκείνη την στιγμή το πουλί πέταξε μακριά. Κελάηδησε για μια τελευταία φορά με τεντωμένο το λαιμό, τινάχτηκε στον αέρα, σκορπώντας μερικά φτερά γύρω του, πέταξε δυο-τρεις φορές πάνω από το κεφάλι μου και χάθηκε μακριά μες τον ορίζοντα. Δεν το ξανάδα πια…

Αυτό ήταν που ξεχείλισε το ποτήρι της απελπισίας μου. Τινάχτηκα όρθιος και κλότσησα τις πέτρες μπροστά μου. « Έκανα λάθος », φώναξα μέσα στην πρωινή σιγή του δάσους, « Δεν είναι αυτός ο δρόμος. Έκανα λάθος ! ». Είχα προσπαθήσει να ξετυλίξω τον μίτο της Αλήθειας μέσα από το έργο ενός σοφού δασκάλου, παρασυρμένος από την γοητεία των λόγων του, και τελικά είχα βρεθεί μπροστά σε ένα κουβάρι από αντιφάσεις, μυστήρια γεγονότα και δυσεπίλυτους γρίφους. Είχα ταυτιστεί με λέξεις κι έννοιες που δεν ήταν δικές μου, τις είχα δανειστεί μονάχα και τώρα έπρεπε να τις γυρίσω πίσω και να συνεχίσω το ταξίδι μου. Και τα έβαλα με τον εαυτό μου που είχε παρασυρθεί και είχε πιστέψει πως τόσο εύκολη ήταν η εύρεση της Αλήθειας, ενώ τώρα το καταλάβαινα καλά πως είχα ξεκινήσει για την πιο δύσκολη αναζήτηση και η κατάληξή της – αν είχε ποτέ κατάληξη, γιατί τόσο απογοητευμένος ήμουν εκείνη την στιγμή που το σκεφτόμουν κι αυτό – και η κατάληξή της θα έπαιρνε χρόνους και κόπους και προσπάθειες πολλές, όχι μέσα στην μονοτονία μιας διδασκαλίας που τυφλά θ’ ακολουθούσα, αλλά μέσα στην ποικιλία της ίδιας της Ζωής και της Δημιουργίας. Γιατί τί άλλο να ήταν η Αλήθεια άλλωστε αν όχι το πιο κρυφό μυστικό αυτής της Δημιουργίας ;

Τακτοποίησα τότε τα χαρτιά μου πάνω στο ξύλινο τραπέζι – το μοναδικό έπιπλο του φτωχικού σπιτιού μου μέσα στο δάσος – όλους τους υπολογισμούς μου και τα αυτοσχέδια όργανά μου, κλείδωσα την πόρτα και, αφού πέρασα στην πλάτη τα λιγοστά μου πράγματα, έφυγα από εκείνο το μέρος, που τόσα χρόνια μοναξιάς είχα περάσει, για πάντα.Θυμάμαι ακόμη και τώρα, πολύ ζωντανά, τον χαλασμό που γινόταν στην αγορά του κόσμου. Τόσους πολλούς ανθρώπους μαζεμένους δεν είχα ξαναδεί. Πραματευτάδες κάθε λογής διαλαλούσαν τα εμπορεύματά τους, γυναίκες τραβούσαν τα παιδιά τους από το χέρι για να μην τα χάσουν μέσα στο πλήθος, και Σοφοί πάνω σε κασόνια κήρυτταν τις φωτισμένες διδασκαλίες τους με πάθος για την αλήθεια των λόγων τους. Πλησίαζα σε κάθε έναν και άκουγα προσεκτικά : « Η Αλήθεια είναι το Νερό ! », φώναζε ένας. « Η Αλήθεια είναι ο Αέρας ! », τράνταζε τα χέρια του άλλος. « Η Αλήθεια βρίσκεται στο Ένα, Μοναδικό κι Ακίνητο Όν », πιστοποιούσε ένας τρίτος, κι από πίσω του άλλος σοφός κραύγαζε : « Η Αλήθεια είναι τα Άπειρα, Αεικίνητα Κομμάτια του Σύμπαντος », κι από πίσω από αυτούς άλλος σοφός που κήρυττε και από πίσω άλλος κι άλλος κι άλλος…

Καθόμουν και τους άκουγα σιωπηλός. Σημείωνα τακτικά τα επιχειρήματά τους. Στοχαζόμουν πάνω στα λόγια τους. Ακολουθούσα τους προβληματισμούς της σκέψης τους και αναρωτιόμουν αν μπορεί να βγάλει άκρη κανείς μέσα σε όλα αυτά. Κανένα επιχείρημα όμως δεν άγγιζε βαθιά την καρδιά μου, καμία πρόταση δεν με συγκινούσε πραγματικά, όλα τα άκουγα και όλα περνούσαν από μέσα μου με τον ίδιο τρόπο, σαν να είχαν την ίδια ισχύ και σαν να κομμάτιαζαν την Αλήθεια σε χίλια κομμάτια. Ήταν καλή τροφή για τον νου, σκεφτόμουν, αλλά για την Αλήθεια που αναζητούσα… δεν ήξερα…

Ξαφνικά, μια μέρα, εκεί που ήμουν χωμένος μέσα στο πλήθος και προσπαθούσα να πιάσω τα λόγια κανενός Σοφού, ένα τρανταχτό γέλιο ακούστηκε από πίσω μου. « Χα, χα, χα, προσπαθούν να βρουν την Αλήθεια… Αστείο δεν είναι ; ». Γύρισα κι είδα ένα παιδί, έναν λεπτό νεαρό, που καθισμένο στο έδαφος είχε στα χέρια του πέντε χρωματιστούς βόλους και έπαιζε με αυτούς, πετώντας τους ψηλά. « Τί εννοείς ; », τον ρώτησα, « τί ξέρεις εσύ από αυτά ; ». Εκείνος μου χαμογέλασε και, προς απάντησή μου, άρχισε να μου μιλά για τον κάθε Σοφό και για τα λόγια του, τι πίστευε ο καθένας και που αντιδικούσε με τους άλλους. Έπειτα, αφού σηκώθηκε όρθιος, σοβάρεψε και μου είπε : « Ο ρόλος του νου είναι να φρουρεί τις πύλες της αντίληψης και να απορρίπτει όσα δεν ταιριάζουν στον σχηματοποιημένο κόσμο που έχει δομήσει… Δεν μπορούμε να κατευθύνουμε τον Άνεμο, μπορούμε όμως να προσαρμόσουμε τα πανιά… Η Αλήθεια είναι βίωμα… ». Τον κοίταξα για μια στιγμή έκπληκτος κι ύστερα του είπα : « Κοροϊδεύεις τους Σοφούς και τις διδασκαλίες τους, αλλά το παίζεις κι εσύ ένας από αυτούς... Μόλις τώρα μου είπες την δική σου αλήθεια, την οποία σίγουρα θα έχεις πολλά επιχειρήματα για να την υποστηρίξεις… ». Ο νεαρός παρέμεινε λίγο ακόμα σοβαρός, για μια στιγμή μάλιστα νομίζω πως έδειξε να θίγεται από τα λόγια μου, κι έπειτα έσκασε σε τρανταχτά γέλια που έσειαν όλο του το κορμί. « Παλαβομάρες », μου απάντησε, « έλα να περπατήσουμε μαζί »…

Από εκείνη την ημέρα γίναμε φίλοι αχώριστοι. Τριγυρνούσαμε μαζί στην αγορά και συζητούσαμε μεταξύ μας για όλα τα θέματα. Ο περίεργος φίλος μου γνώριζε καλύτερα τα κατατόπια από εμένα, είχε γυρίσει όλες τις συνοικίες, όλα τα παραμάγαζα, είχε βρεθεί στις περισσότερες γειτονιές, και γνώριζε σχεδόν όλους τους ανθρώπους… Κάθε φορά που μιλούσαμε και αναλύαμε ένα ζήτημα πρόσεξα πως είχε κι έναν άλλο βόλο στα χέρια του και έπαιζε μαζί του. Η συντροφιά του με ευχαριστούσε. Οι γνώσεις του συμπλήρωναν τις δικές μου. Οι φαντασίες μας έτρεχαν σε διαφορετικά μονοπάτια και κάποια στιγμή συναντιόντουσαν. Ενέπνεε ο ένας τον άλλο με διάφορους τρόπους και, κυρίως, τουλάχιστον τώρα αισθανόμουν πως δεν ήμουν μόνος μου στην αναζήτηση μου αλλά είχα κάποιον για να τα μοιραστώ όλα αυτά.

Έτσι περνούσα τον περισσότερο χρόνο μου ενώ ταυτόχρονα τριγυρνούσα ανάμεσα στην αγορά και παρατηρούσα τις συνήθειες των ανθρώπων. Γρήγορα πρόσεξα πως, με κάποιον περίεργο τρόπο, με επηρέαζαν όλα αυτά : οι καθημερινές, συνηθισμένες έγνοιες των ανθρώπων, η προσπάθεια των εμπόρων να πουλήσουν τα προϊόντα τους, το πλήθος με τις πολλαπλές ανάγκες που πάσχιζε να τις καλύψει, χαμένοι και κερδισμένοι σε έναν κόσμο δούναι και λαβείν, το πάρε-δώσε του χρήματος που έρεε αέναα αδιαφορώντας για κάθε αλήθεια… Γρήγορα πρόσεξα πως, με κάποιον περίεργο τρόπο, με επηρέαζαν όλα αυτά, σαν να έπρεπε να πάρω κι εγώ μέρος σε αυτό το αχανές παιχνίδι…

Ώσπου μια μέρα…


Ε, λοιπόν... Πολλά χρόνια έχουν περάσει από τότε. Τόσα πολλά που όλα αυτά μου φαίνονται σαν τα γεγονότα μιας άλλης ζωής. Τί σημασία έχουν ; Βέβαια, είναι όλα τα σημεία μιας ενιαίας γραμμής που οδηγεί στην σημερινή κατάσταση, αυτήν την κατάσταση που ξεκίνησα να σας λέω στην αρχή. Και η κατάσταση αυτή είναι πως : βρήκα την Αλήθεια ! Ναι, είμαι σίγουρος πως την βρήκα ! Γιατί να διστάσω λοιπόν να τ’ ομολογήσω ; Και είναι μία αλήθεια καταπληκτική, υπέροχη, η ΜΙΑ και ΜΟΝΗ αλήθεια, που μόνο εγώ την γνωρίζω…

Και ξέρω τι θέλετε τώρα. Να σας την πω… Αλλά όχι… Γιατί να το κάνω ; Απεναντίας, υπάρχουν πολλοί λόγοι που με συμβουλεύουν το αντίθετο. Αυτή είναι η δική μου Αλήθεια, έτσι όπως αποκαλύφθηκε σε μένα μετά από περιπέτειες και ταλαιπωρίες πολλές. Θα ήταν άδικο λοιπόν να σας την προσφέρω δωρεάν και άκοπα – θα ήταν άλλωστε μία Αλήθεια που δεν θα χρειαζόσασταν. Τί μου λέει πως είστε έτοιμοι για να την δεχτείτε ; Νομίζω πως χρέος έχω να μην σας την πω, πως δεν είστε έτοιμοι, δεν πρέπει ακόμα…

Μερικές φορές, ακόμα κι εγώ, παρά την σημερινή μου γνώση της Αλήθειας, νοσταλγώ τα περασμένα. Υπάρχουν στιγμές που αναθυμάμαι εκείνα τα χρόνια της μοναξιάς και της βύθισης στο απόμακρο καλυβάκι μου… Την συντροφιά με τον παράξενο φίλο μου, που πετούσε στον αέρα κι έπαιζε τους βόλους του, σαν ζογκλέρ… Και εκείνο το πουλί… μερικές φορές η καρδιά μου επιθυμεί να μπορούσε να πετάξει μαζί του και να φύγει, έτσι όπως χάθηκε, μακριά στον ορίζοντα…

Αλλά τώρα γνωρίζω την Αλήθεια…

Μπορεί να μου πήρε κόπους και περιπέτειες πολλές, μπορεί να βασανίσθηκα χρόνια και χρόνια παραδέρνοντας από δω κι από κει, χαμένος μέσα σε σκέψεις δικές μου και των άλλων, μπορεί ελάχιστα πράματα πρακτικά να κατόρθωσα στην ζωή μου, αλλά τελικά είδα – ω, με πόση αλήθεια αγαλλίαση – είδα τους κόπους μου ν’ ανταμείβονται και την Αλήθεια, μία και μοναδική, ουράνια κι αστραφτερή, μεγαλόπρεπη, να παρουσιάζεται μπροστά μου μέσα στο φωτοστέφανο της πιο λαμπρής ανατολής…

ΤΕΛΟΣ


(περιλαμβάνεται στην ανθολογία ''SFF.gr : Ονείρων Σκιές'', που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις των Συμπαντικών Διαδρομών)

[ Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται από τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας οποιαδήποτε αναπαραγωγή. ]

© Δημήτρης Αργασταράς, 2006

H Κρυμμένη Ζωή

Ξαπλωμένη, χωρίς να κοιμάται, με μόνο τη γαλάζια αναλαμπή και το σιγανό μουρμουρητό της τηλεόρασης να σπάει την σιωπή μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, μπορούσε να ακούει ταυτόχρονα το εφησυχασμένο ροχαλητό του συζύγου της, που κείτονταν ανάσκελα στο πλάι, και την απαλή ανάσα του μωρού, που γαληνεμένο πια κοιμόταν, στην άλλη άκρη του δωματίου, μέσα στην κούνια του. Τον τελευταίο καιρό είχε άσχημο ύπνο. Αισθανόταν πως δεν μπορούσε να ξεπεράσει την ταραχή της από την πρόσφατη αρρώστια του μωρού και, πολύ συχνά, πεταγόταν ακόμη ανήσυχη μέσα στη νύχτα. Τα πάντα όμως, όπως κι απόψε, ήταν ήσυχα γύρω της.

Τον τελευταίο καιρό έπιανε το νου της να πετάει σε σκέψεις περίεργες, σε σκέψεις που επέμεναν να ανακυκλώνουν περιστατικά της ζωής της και την υποχρέωναν σε απολογισμούς. Μα τι της συνέβαινε; Τώρα, που είχε πετύχει να φέρει τη ζωή της σε ιδανική κατάσταση, παντρεμένη με έναν άντρα που αγαπούσε, με ένα μωρό υγιές που μπορούσε να αναθρέψει με όλη της την αγάπη κι έχοντας κατορθώσει να διατηρήσει τη δουλειά της, τώρα ακριβώς ήταν που ένιωθε τόσο πιεσμένη κι ανήσυχη, χαμένη μέσα σε έναν στρόβιλο γεγονότων που στερούνταν – τρόμαζε και μόνο στην ιδέα – που στερούνταν νοήματος. Κι έψαχνε να βρει τι ακόμη αναζητούσε…

Απόψε σηκώθηκε από το κρεβάτι και, αφού έριξε μια ματιά στο μωρό – τι γλυκά που κοιμόταν! – γλίστρησε έξω από το δωμάτιο παίρνοντας τη ρόμπα της από την καρέκλα. Οι σκιές στο διάδρομο μεγάλωσαν προς στιγμήν την ταραχή της, αλλά οι δυνατοί προβολείς ενός διερχόμενου αυτοκινήτου έστρεψαν τη ματιά της στη τζαμαρία του σαλονιού. Όλο το σπίτι ησύχαζε μες στη σιωπή. Ήταν φθινόπωρο, μέσα Οκτωβρίου, κι έξω, μέχρι τα όρια του μικρού περιφραγμένου κήπου τους όπου μπορούσε να δει, τα κλαδιά των δένδρων χόρευαν στο ρυθμό του ανέμου.

Βυθίστηκε σε μία πολυθρόνα, μαζεύοντας τα πόδια όσο πιο ψηλά μπορούσε, χωρίς να ανάψει το φως του μικρού λαμπατέρ που έγερνε πάνω από το έπιπλο στ’ αριστερά της. Προτιμούσε καλύτερα αυτή την ώρα το φυσικό ημίφως της νύχτας. Έβρισκε πως αυτό ταίριαζε περισσότερο με τις σκέψεις της, με την επίσης υποφωτισμένη διάθεσή της, που έμοιαζε με ένα μικρό φωτεινό κύκλο μέσα σε μία μεγάλη μαυρίλα. Ξαφνικά σήκωσε το βλέμμα. «Ένα μικρό φως, μέσα σε σκοτεινό δωμάτιο» είπε κι ευθύς ανατρίχιασε με τα λόγια της αυτά. Ωραία, τώρα θα γινόταν και ποιήτρια. Μια ανεξήγητα μελαγχολική ποιήτρια μέσα στην ερημιά της νύχτας.

Κι όμως, υπήρξε μία περίοδος, όταν ήταν ακόμη νεαρή κι ανύπαντρη, που είχε αγαπήσει τους στίχους. Ήταν μία εποχή που βρέθηκε κοντά στους στίχους και κοντά στους ανθρώπους που τους έγραφαν και τους τραγουδούσαν. Σ’ αυτό είχε βοηθήσει βέβαια και η δουλειά της – η δημοσιογραφία – και το ότι, εκείνον τον καιρό, είχε επιλέξει ένα μουσικό περιοδικό για να την εξασκήσει. Ήταν μία ξεχωριστή εποχή, που ανέτρεψε πολλά πράγματα στη ζωή της – τόσο ξεχωριστή μάλιστα, που έπειτα, τα χρόνια που ακολούθησαν, είχε προσπαθήσει να την απωθήσει και να την ξεχάσει για πάντα…

Χαμογέλασε καθώς θυμήθηκε τη συζήτηση που είχε με τη φίλη της, την Αλίκη, σήμερα το απόγευμα. Η Αλίκη ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερή της, στα τριάντα πέντε, αλλά συζητούσαν μαζί σαν να ήταν συνομήλικες, και το γεγονός ότι είχε παντρευτεί πολύ νωρίτερα, με δύο γιους στην εφηβεία , την έκανε να νιώθει σαν μαθητευόμενη απέναντί της. «Ώστε υπήρξες λοιπόν η Αλίκη των θαυμάτων!» της είχε πει γελώντας, με εκείνη τη λοξή ματιά που πολλοί άντρες έβρισκαν ακαταμάχητη στο παρελθόν. Κάθονταν στο σαλόνι, εκείνη στη θέση που βρισκόταν τώρα, ξεφυλλίζοντας ένα περιοδικό μόδας, όπου τα μοντέλα πόζαραν μπροστά από εξωτικά τοπία, και μασουλώντας φρυγανιές από ένα κοινό πιατάκι, κι είχαν θυμηθεί όλες τις καλοκαιρινές διακοπές τους, όλα τα μέρη και τα νησιά που είχαν παραθερίσει, όταν ήταν ακόμη νέες, πάνω στην τρέλα. «Ναι, ναι, των θαυμάτων» είπε η φίλη της, ανταποκρινόμενη στο αστείο. «Και τώρα;» είχε ρωτήσει, αλλά, με το που ξεστόμισε αυτά τα λόγια, ένιωσε μια περίεργη αίσθηση να την καταλαμβάνει και νόμισε πως φάνηκε αυτό στα μάτια και στο πρόσωπό της. Ήθελε να έβλεπε τον εαυτό της εκείνη τη στιγμή – α, να είχε έναν καθρέπτη απέναντί της, όπου θα μπορούσε να κοιταχθεί – να έβλεπε την στιγμιαία θλίψη και απορία της. «Και τώρα;». «Και τώρα, των ακαμάτων» απάντησε η Αλίκη και ξεκαρδίστηκε στα γέλια.

Αναρωτιόταν αν η φίλη της είχε καταλάβει τη διάθεσή της. Μήπως φευγαλέα την είχε αισθανθεί να χρωματίζει με πιο μελαγχολικές αποχρώσεις τις συναντήσεις τους. Φυσικά, όποτε βρίσκονταν, δεν συζητούσαν καθόλου γι’ αυτά, τίποτα δυσάρεστο δεν άφηναν να τους απασχολεί στην κοινή τους ώρα, προτιμούσαν να ξεχνούν τις σκοτούρες τους και να διασκεδάζουν ανάλαφρα. Άλλωστε πόσες ευκαιρίες είχαν για κάτι τέτοιο; Σκεφτόταν πως δεν υπήρχε κανένας λόγος να ζαλίσει την Αλίκη με τις δικές της δυσάρεστες σκέψεις, σίγουρα αρκετές θα είχε και η ίδια από μόνη της, και ας μην τις μοιραζόταν. Όμως ένιωθε ταυτόχρονα την ανάγκη κάπου να μιλήσει…

Κι από την άλλη, ο Αντώνης – ο σύζυγός της – παραπονιόταν συχνά πως κλείνεται όλο και περισσότερο στον εαυτό της, πως δεν επικοινωνούν πια το ίδιο καλά, όπως στο παρελθόν. Της έκανε παρατηρήσεις πως έμενε αφηρημένη, πως ξεχνούσε υποχρεώσεις που η ίδια, χωρίς να την πιέσει κανείς, είχε αναλάβει και πως την απασχολούσε περισσότερο η δουλειά και οι φίλες της παρά το παιδί τους. Κι εκείνη είχε θυμώσει μαζί του. Ήταν απαίσιο να την κατηγορεί έτσι και να εμπλέκει και το παιδί σε όλα αυτά. Μόνο η ίδια ήξερε πόσο το αγαπούσε το παιδί.Όταν την έπιασαν οι πόνοι και κατάλαβε πως είχε έρθει η ώρα, μπήκε μόνη της στο αυτοκίνητο και οδήγησε με ψυχραιμία ως το νοσοκομείο. Ενώ ο Αντώνης έφτασε όταν όλα είχαν πια τελειώσει και μπήκε στην αναστατωμένη αίθουσα εγκυμοσύνης, μόνο για να την βρει με το μωράκι τους στην αγκαλιά. Ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής της, καθώς αισθάνθηκε πως όλα ολοκληρώνονταν και έβρισκαν την εκπλήρωσή τους σε αυτό το μικρό ανθρωπάκι, με το ρόδινο ζαρωμένο δέρμα και τα λεπτούλικα άκρα, που έκλαιγε γλυκά στην αγκαλιά της, από τη μία ζεστή κοιλότητα στην άλλη.

Όπως είχε βρεθεί τώρα κι εκείνη, από τη ζεστασιά του κρεβατιού της σε αυτή την μαλακιά πολυθρόνα. Μα γιατί είχε σηκωθεί; Γιατί δεν κοιμόταν ήσυχη δίπλα στο σύζυγό της; Ξαφνικά ένιωσε τα βλέφαρά της να βαραίνουν και το λαιμό της απαλά να γέρνει. Αισθάνθηκε μια στιγμή να χάνεται απότομα μέσα στην άβυσσο του ύπνου κι έπειτα να τινάζεται πάλι επάνω. Το κρεμασμένο ρολόι στον τοίχο απέναντί της φωσφόριζε την ώρα: μεσάνυχτα. Οι δείκτες του είχαν ενωθεί σε μία πρασινωπή γραμμή μέσα στο σκοτάδι.

Με αργές κινήσεις σηκώθηκε από την πολυθρόνα της και κινήθηκε ζαλισμένα προς τον διάδρομο. Η προηγούμενη διαύγειά της την είχε εγκαταλείψει και τώρα ένιωθε έντονη την επιθυμία να ξαπλώσει και να κοιμηθεί. «Περίεργο», σκέφτηκε, καθώς κατευθυνόταν προς το υπνοδωμάτιο, στηριζόμενη και με τα δυο της χέρια στους τοίχους εκατέρωθέν της, «περίεργο πώς η κούραση με κατέβαλλε τόσο γρήγορα και ξαφνικά». Στρίβοντας μέσα στο δωμάτιο, όμως, διακρίνοντας πάλι τη γαλάζια αναλαμπή της τηλεόρασης, κατάλαβε πως μία ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη την περίμενε.Η ματιά της γύρισε, σαν από ένστικτο, στη μεριά που βρισκόταν το μωρό, αλλά το μόνο που αντίκρισε εκεί ήταν ο ψυχρός τοίχος. Το ‘‘παρκάκι’’ του μωρού έλειπε και δεν υπήρχε τίποτα στη θέση του – ο χώρος ήταν κενός. «Θεέ μου, πού πήγε το μωρό;» σκέφτηκε και έκανε να φωνάξει, αλλά ο λυγμός χάθηκε κάπου στο λαιμό της. Πήγε στο κρεβάτι, αναζήτησε τον Αντώνη ανάμεσα στα σκεπάσματα, αλλά έλειπε κι αυτός. Κι όμως, δεν είχε δει φως στο μπάνιο. Το κρεβάτι ήταν άδειο, ο σύζυγός της και το μωρό είχαν εξαφανισθεί – μα πώς μπορούσε! – έστριψε γύρω από τον εαυτό της αναστατωμένη, το δωμάτιο φαινόταν περισσότερο άδειο επίσης, σαν να κατοικούσε μόνη της μέσα σε αυτό. Έκανε να κινηθεί προς τον διάδρομο, να τους αναζητήσει, να φωνάξει, αλλά δεν τα κατάφερε. Της ήρθε ένας ξαφνικός ίλιγγος, κι έπειτα τίποτα. Μαύρο σκοτάδι ήταν το μόνο που θυμόταν.


«Μα, πού ταξιδεύεις σήμερα, Νεφέλη;»

Η φωνή της φάνηκε γνώριμη και, γυρίζοντας το κεφάλι, αντίκρισε το χαμογελαστό πρόσωπο της Αλίκης. Κρατούσε ένα μεγάλο ντοσιέ στα χέρια της.

«Αισθανόμουν πως έλειπες σε όλη τη διάρκεια του meeting… Μάλλον το κατάλαβε και το αφεντικό, είδες πως σε κοίταξε; Ευτυχώς που τα μπάλωσα…», είπε η Αλίκη και την άγγιξε απαλά στον ώμο. «Μα, για πες μου», συνέχισε, «συμβαίνει τίποτα στο σπίτι ή… σε έχει απορροφήσει τόσο εκείνη η συνέντευξη;».

Η Νεφέλη κοίταξε ζαλισμένη γύρω της. Η φίλη της είχε σταματήσει με ένα μικρό γελάκι, αλλά εκείνη δεν είχε την ίδια διάθεση. Τα χαρτιά της ήταν ακόμη σκορπισμένα πάνω στο τραπέζι και άρχισε να τα μαζεύει. Το πρωινό meeting είχε τελειώσει κι όλοι οι συνάδελφοί της είχαν αποχωρήσει, εκτός από την Αλίκη που στεκόταν ακόμη δίπλα της και την κοιτούσε απορημένη, ενώ η ίδια δεν μπορούσε να καταλάβει πως είχε περάσει έτσι ο χρόνος. «Πράγματι», σκέφτηκε, «ταξίδευα αλλού…».

Kι εκείνη η συνέντευξη… Η αλήθεια ήταν πως την είχε ξεχάσει εντελώς. Κι όμως, σε μιάμιση ώρα περίπου έπρεπε να βρίσκεται στην καφετέρια που είχαν συμφωνήσει. Εκεί θα συναντούσε έναν από εκείνους τους ανατολίτες γκουρού, έναν ακόμη λωτό που είχε φυτρώσει στον ολάνθιστο κήπο της σύγχρονης εποχής, γοητευτικός και ιδιαίτερα δημοφιλής. Στην αρχή, όταν ο αρχισυντάκτης του περιοδικού που τώρα εργαζόταν της είχε προτείνει αυτή τη συνέντευξη, δεν είχε βρει κανένα ενδιαφέρον σε αυτήν και την είχε σχεδόν αρνηθεί. Αργότερα, όμως, διαβάζοντας μία παλαιότερη ομιλία εκείνου του ‘‘δασκάλου’’ πρόσεξε μια φράση που την εντυπωσίασε τρομερά: «Πέρα από τη συνηθισμένη πραγματικότητα», έλεγε, «η ζωή υμών κέκρυπται… Και ποιος μπορεί να πει ότι ξεκλείδωσε τα μυστικά των Κόσμων;» Ιδιαίτερα αυτή η τελευταία ερώτηση – είχε πιάσει τον εαυτό της να την επαναλαμβάνει πολλές φορές. Έβρισκε πως, με κάποιον περίεργο τρόπο, αυτή η ερώτηση συνδεόταν με την ίδια, πως της έλεγε κάτι βαθύτερο που την αφορούσε προσωπικά, και μετά από το χθεσινό βράδυ, απ΄ όσα απίστευτα θυμόταν πως είχαν συμβεί – παρά το μήνυμα που της είχε αφήσει το πρωί ο Αντώνης στην κουζίνα – ειδικά μετά το χθεσινό βράδυ, αισθανόταν πως είχε σιγουρευτεί… Ναι, εκείνη η συνέντευξη… Ξαφνικά ένιωσε το ενδιαφέρον της να γίνεται πιο έντονο για αυτήν…


(το παρόν απόσπασμα αποτέλεσε την εισαγωγή μιας συγγραφικής
''σκυταλοδρομίας'' για τα μέλη της ομάδας του Unicorn-Project)

[ Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται από τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας οποιαδήποτε αναπαραγωγή. ]

© Δημήτρης Αργασταράς, 2007

Η Μουσική Εκεί Έξω

Όπως συνέβαινε μερικές φορές, από λανθασμένους χειρισμούς του Ενεργειακού Κέντρου Ημερήσιας Φροντίδας, το πέρασμα εκείνης της μέρας από το μεσημέρι στο απομεσήμερο κι έπειτα στο απόγευμα έγινε ξαφνικά κι απότομα, χωρίς ενδιάμεσα στάδια και προειδοποιήσεις. Από την μία στιγμή στην άλλη, ο ουρανός θάμπωσε, ο ήλιος έγινε πορτοκαλής και μία γλύκα απλώθηκε παντού, μία ουσία ονείρου, που έμπαινε στα σπίτια των ανθρώπων και χάιδευε πρωτόγνωρα τις καρδιές τους.

Ο Θωμάς, κλεισμένος καθώς ήταν όλη μέρα στο δωμάτιό του, με τα χέρια στο πιάνο, είδε μια πορτοκαλή χαραγή να σχηματίζεται μισή στο κατασκευασμένο από συνθετικό μέταλλο έπιπλο και μισή στον γαλάζιο τοίχο. Σταμάτησε απαλά τις κινήσεις του, γύρισε το κεφάλι προς το παράθυρο και κοίταξε έξω. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν οφειλόταν στην ευαισθησία της στιγμής ή στην ξαφνική μετάπτωση της ημέρας, αλλά ένιωσε μια έντονη αίσθηση πρωτόγνωρου σε αυτό που αντίκριζε. Σαν να έβλεπε τον κόσμο με καινούρια μάτια, και ήξερε πολύ καλά πόσο καιρό είχε να το νιώσει αυτό...

Μόλις λίγες στιγμές πριν, τα δάχτυλά του κινούνταν απαλά πάνω στο κλαβιέ του πιάνου. Ένιωθε ήρεμος και χαλαρωμένος, η πλάτη του ήταν ίσια και οι ώμοι του βρίσκονταν σε ευθεία γραμμή, με το τακούνι του παπουτσιού του κρατούσε τον ρυθμό. Είχε αρχίσει αυτοσχεδιάζοντας να συνδυάζει νότες και συγχορδίες, να σχηματίζει μουσικές φράσεις, να δημιουργεί μια σύνθεση. Κι ενώ κρατούσε τα μάτια του κλειστά, με το μυαλό του έβλεπε μορφές να ξεπετάγονται μέσα από το κλαβιέ του πιάνου, έγχρωμες παρουσίες με μαγική υπόσταση, που φτερούγιζαν προς το ταβάνι. Φανταζόταν τις μορφές αυτές να ελευθερώνονται στον αέρα μέσα από το έπιπλο, να κυματίζουν ελεύθερα, κι έπειτα να σμίγουν μεταξύ τους, να αγκαλιάζονται, να ενώνονται και να χωρίζουν, να χορεύουν ανεβαίνοντας προς την οροφή και να μην είναι ποτέ οι ίδιες. Σε αυτόν τον ψεύτικο κόσμο, κι ωστόσο τον μόνο αληθινό εκείνη την στιγμή, ο Θωμάς είχε νιώσει απόλυτα ευτυχής, μέχρι που άνοιξε τα μάτια του – μια στιγμή μόνο αρκούσε – μέχρι που άνοιξε τα μάτια του και το είδε… Τότε βρέθηκε να κοιτά έξω από το παράθυρο παραλυμένος, κι ήταν ίσως η πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια που ένιωθε πως η ‘‘μουσική’’ έξω από το τζάμι, εκεί έξω, ήταν καλύτερη από την δική του.

Η μουσική μες το δωμάτιο σταμάτησε. Ο Θωμάς σηκώθηκε και με αργά βήματα προχώρησε προς την μεριά του παραθύρου, που κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος ενός από τους τοίχους κι έβγαινε λίγα μέτρα προς τα έξω, σχηματίζοντας μια μικρή τζαμαρία. Στην αρχή πλησίαζε προς έναν φασματικό του εαυτό, που περιβαλλόταν καθρεπτιζόμενος από το μεταλλικό πλαίσιο του τζαμιού, κι έπειτα βρέθηκε πλημμυρισμένος από το εξωτερικό τοπίο, λουσμένος στο αχνό φως της ημέρας που έφτανε στο τέλος της. Ένας ροδοκόκκινος ουρανός, ένας ήλιος στην δύση του, μερικές ουρές από σύννεφα κι οι φλογισμένες στέγες των άλλων σπιτιών, σαν μαγικά χαλιά που αιωρούνταν πάνω από το έδαφος. Ήταν τόσο όμορφα που ευχήθηκε να μη έπεφτε ξαφνικά το σκοτάδι, να μην βυθίζονταν όλα απότομα μες την μαυρίλα, να μην έκαναν πάλι λάθος σε αυτό το σημείο…

Οι τεχνικοί του Ενεργειακού Κέντρου Ημερήσιας Φροντίδας όμως δεν διέφεραν από όλους τους υπόλοιπους δημοσίους υπαλλήλους. Περιορίζονταν στο να διεκπεραιώνουν βαριεστημένα την υπηρεσία τους, χωρίς κανένα ιδιαίτερο μεράκι για αυτό που έκαναν, παρόλο που ο Θωμάς πίστευε πως το έργο τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ισότιμο με αυτό των καλλιτεχνών. Για εκείνους ήταν απλώς κουμπιά και μηχανήματα, και οι υπολογιστές ήταν τόσο τέλειοι που το αποτέλεσμα αρκούσε από μόνο του όσο άγαρμπα κι αν επιτελούνταν.

Έτσι, καθηλωμένος μπροστά στο παράθυρο, προσπαθώντας να συλλάβει την ομορφιά της εικόνας που καθρεπτιζόταν στα μάτια του, ο Θωμάς έφερνε στο νου του τα λόγια των επιστημόνων, που είχαν προσπαθήσει να ξαναστήσουν τον κόσμο στα πόδια του και να περισώσουν ό,τι μπορούσε να σωθεί : « η δόνηση είναι η βάση ολόκληρου του εκδηλωμένου κόσμου, αλλά και η απαρχή της δημιουργίας… η βάση της δομής της πραγματικότητας που αντιλαμβάνονται οι ανθρώπινες αισθήσεις είναι ένας κόσμος που δονείται και ανταλλάσσει πληροφορίες μέσω κραδασμών, ταλαντώσεων ενέργειας σε διαφορετικά πεδία κι επίπεδα… διαχέοντας προς την αδρανή ύλη παλμικές δονήσεις ήχου που την ξυπνούν μπορούμε να αναπαραστήσουμε τον κόσμο… ». Θυμόταν ακόμη από το σχολείο τον βασικό κανόνα της Νέας Φυσικής : « Το ανύπαρκτο κυμαίνεται και η κύμανσή του το καθιστά υπαρκτό. Κι επειδή ο παρατηρών νους διαμορφώνει την κύμανση, η πραγματικότητα που προκύπτει είναι τελικά προϊόν του νου ». Οι άνθρωποι δεν χρειάζονταν πια να καταβάλλουν τις δυνάμεις τους για να μεταβάλλουν τον κόσμο, άλλωστε δεν είχαν απομείνει και πολλά πράγματα από αυτόν. Έτσι όλο το βάρος είχε πέσει στους επιστήμονες, που επέλεξαν απλώς να επιδρούν στα ίδια τα κύματα που επεξεργαζόταν ο νους, χρησιμοποιούσαν τους όρους του δικού του παιχνιδιού, προκαλώντας επιλεκτική ενεργοποίηση ψυχονευρικών κέντρων, και κατάφεραν έτσι να προσφέρουν μία νέα ελπίδα για έναν σταθερό ανθρώπινο κόσμο, για όσο άντεχε κι αυτή…

Ο Θωμάς θυμόταν πως είχε πολλά χρόνια να γευτεί μια τέτοια συγκίνηση, που να μην οφείλεται αποκλειστικά στον εσωτερικό του κόσμο αλλά σε κάτι εξωτερικό. Διατηρούσε ακόμη μερικές αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια, όπου είχε την τύχη ή την ατυχία να προλάβει τον παλιό κόσμο, όπως ήταν κάποτε. Θυμόταν μια εκδρομή με τους γονείς του μέσα από το δάσος. Μια νυχτερινή κατασκήνωση σε κάποια λίμνη. Το σπίτι του παππού του στην εξοχή. Ναι, διατηρούσε ακόμη κάποιες αναμνήσεις : η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος, η αύρα των βουνών, η σιωπή της νύχτας, το παραμιλητό των αηδονιών μέσα στα φυλλώματα, ένας αδύναμος ήλιος να ζωγραφίζει περίτεχνα τον βραδινό ορίζοντα στην ανατολή του…

Σε εκείνη την εκδρομή ο Θωμάς είχε διαπιστώσει πόσο περίεργος άνθρωπος ήταν ο παππούς του. Ίσως το μέρος όπου έμενε, ένας Πρότυπος Σταθμός Φυσικής Διατήρησης, να τον είχε επηρεάσει. Του άρεσε να πεζοπορεί για ώρες μέσα στους εξωτικούς δρόμους, κι έλεγε πως ορισμένα βράδια άκουγε τραγούδια να έρχονται από μακριά. Ο Θωμάς θυμόταν τα λόγια του, μια βραδιά μες την ησυχία του σπιτιού : « από καιρό σε καιρό ακούω μελωδίες, τέτοιες που δεν έχω ξανακούσει ποτέ, να έρχονται μέσα από το δάσος, λες και τραγουδούν χοροί αγγέλων… έρχονταν από μακριά μουσικοί ήχοι, σε καθαρούς ή διακριτούς τόνους, αλλά ωστόσο απερίγραπτοι. Φαντασιωνόμουν άραγε ή ήταν πραγματικοί ; ».

Αλλά τώρα μια φευγαλέα σκιά πέρασε από το πρόσωπό του, καθώς σκέφτηκε πως δεν υπήρχε τίποτα πλέον από όλα αυτά. Εκείνη η εποχή είχε περάσει ανεπιστρεπτί. Οι άνθρωποι ζούσαν πια προφυλαγμένοι μέσα στις τεράστιες κυψέλες τους, με μία εικονική πραγματικότητα να τους περιβάλλει.

Όσο περνούσε η ώρα, η εικόνα έξω από το τζάμι βυθιζόταν στο σκοτάδι, κι ο Θωμάς άρχισε να αισθάνεται μπερδεμένος, όπως την στιγμή που δεν ξέρεις αν έχεις ξυπνήσει ή αν ονειρεύεσαι ακόμη. Κάτι εξωτερικό… Ο εσωτερικός του κόσμος… Οι τεχνικοί του Ενεργειακού Κέντρου Ημερήσιας Φροντίδας φαίνεται πως τα είχαν καταφέρει απόψε. Στο τέλος ο Θωμάς κουράστηκε, γύρισε την πλάτη στο παράθυρο και κάθισε πάλι στο πιάνο.


(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Συμπαντικές Διαδρομές, τεύχος 12, Φεβρουάριος 2008)

[Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται από τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας οποιαδήποτε αναπαραγωγή. ]

© Δημήτρης Αργασταράς, 2008.

Απόσπασμα
(οι πρώτες παράγραφοι του πρώτου κεφαλαίου)

O Θωμάς Αποσκίτης περιπλανιόταν μέσα στην πόλη, και ξαφνικά κατάλαβε για πρώτη φορά μια αλλαγή στο τοπίο γύρω του.

Ήταν σχεδόν σίγουρος πως, μόλις χθες, περνώντας από τον ίδιο δρόμο που και τώρα βάδιζε, δεν είχε προσέξει καθόλου τις στενές παρόδους που τον έτεμναν κάθετα και που, κατευθυνόμενες ακτινικά, οδηγούσαν μακριά από το κέντρο της πόλης. Αλλά τώρα, είχε μόλις μετρήσει δύο και πλησίαζε στην τρίτη, όταν η παράξενη αίσθηση που ένιωθε εδώ και ώρα άγγιξε τα όρια ενός παροξυσμού τρόμου. Θα μπορούσε να ισχυρισθεί με βεβαιότητα πως αυτά τα στενά δρομάκια, που τώρα διαγράφονταν καθαρά μπροστά του και χάνονταν ανάμεσα απ’ τα σπίτια, δεν υπήρχαν καθόλου χθες, λες και προέκυψαν ξαφνικά μέσα στην νύχτα.

Δεν ήταν όμως το μόνο παράξενο που συναντούσε σε αυτήν την πόλη, όπου κι ο ίδιος τόσο απροσδόκητα είχε βρεθεί. Το μόνο που κυρίως θυμόταν ήταν ότι τον διακατείχε ένα έντονο αίσθημα φυγής, πως θέλησε ξαφνικά να μαζέψει όλα τα απαραίτητα αντικείμενά του σε μία βαλίτσα, και να την πάρει στα χέρια και να φύγει, να στρίψει στην πρώτη στροφή που θα εμφανιζόταν μπροστά του, χωρίς να νοιάζεται για τον τελικό προορισμό. Άλλωστε δεν υπήρχε πρόβλημα χρημάτων, είχε μαζί του όσα χρήματα χρειαζόταν για μία άνετη διαμονή σε οποιοδήποτε πολυτελές ξενοδοχείο βρισκόταν στον δρόμο του. Κι αυτό ακριβώς έπραξε...

*

Φυσούσε ένας νότιος άνεμος εκείνο το πρωινό, που τον υποδέχτηκε στην είσοδο της πόλης και που, σε ορισμένα σημεία, ανασήκωνε την σκόνη από την άκρη των δρόμων, σχηματίζοντας περίεργες, εφήμερες μορφές στον αέρα. Κι αυτό του προκάλεσε ένα αίσθημα ξηρότητας στο στόμα, αλλά μόνο για λίγο, μέχρι που άρχισε να βαδίζει αποφασιστικά κατά μήκος του δρόμου.

Έπειτα θυμόταν τον εαυτό του να στέκεται για μερικές στιγμές σκεφτικός μπροστά στον υπάλληλο του ξενοδοχείου, που του ζήτησε το όνομά του. «Σε ποιό όνομα να καταχωρήσω το δωμάτιο κύριε ;». Πρόφερε καθαρά το Θωμάς Αποσκίτης, όχι επειδή ήταν απόλυτα σίγουρος γι’ αυτό αλλά επειδή, εκείνη την στιγμή, του φάνηκε το πιο κατάλληλο. Όσο περνούσε όμως ο καιρός και συνήθιζε την διαμονή του στην πόλη, έβρισκε πως πράγματι αυτό ήταν το σωστό όνομα, όλο και περισσότερο αυτό εδραιωνόταν μέσα του.

Θυμόταν ακόμη πόσο υπνωτισμένα, με πόση άργητα, είχε ανεβεί την μεγάλη μαρμάρινη σκάλα, αφού προηγουμένως ο υπάλληλος τον είχε καθησυχάσει πως θα μετέφερε την βαλίτσα του επάνω. Ήταν αρχές καλοκαιριού και ένα δυνατό φως έμπαινε από τα παράθυρα, έμοιαζε να διαπερνά τους λευκούς τοίχους του πολυτελούς μεγάρου, και να διαθλάται ποικιλοτρόπως πάνω στα αντικείμενα σχηματίζοντας παιχνίδια και διαφορετικές όψεις του φωτός.

Διασχίζοντας τον μακρύ διάδρομο μέχρι το δωμάτιό του, του δόθηκε φευγαλέα η δυνατότητα να ρίξει μια ματιά στις πόρτες των άλλων ενοίκων και να παρατηρήσει τις ταμπελίτσες με το όνομά τους επάνω τους. Θυμήθηκε πως ο υπάλληλος του ξενοδοχείου τον είχε πληροφορήσει σχετικά με αυτό, του είχε πει πως θα πρόσθεταν και το δικό του όνομα στην πόρτα του. Αυτό γινόταν, είχε πει, για να διευκολύνει την διαμονή των ενοίκων και για να τους κάνει να νιώσουν μεγαλύτερη οικειότητα. Κύριο μέλημα της διεύθυνσης, είχε προσθέσει, ήταν η ευχάριστη κι άνετη διαμονή των διακεκριμένων ενοίκων. Κι εκείνος είχε αμελήσει να ρωτήσει λεπτομέρειες, απολαμβάνοντας ιδιαίτερα τον απόηχο εκείνου του «διακεκριμένων» που είχε ξεστομίσει ο υπάλληλος.

Τακτοποίησε γρήγορα τα πράγματά του και έριξε μια βιαστική ματιά στο δωμάτιο. Από την στιγμή που διέθετε κρεβάτι τίποτα άλλο δεν τον απασχολούσε σχετικά με αυτό. Αντιθέτως, ένιωθε μεγάλη ανυπομονησία να βγει στους δρόμους και να περπατήσει μέσα στην πόλη, να εξερευνήσει, να χαζέψει, να ξεχαστεί, τριγυρνώντας για ώρες σε έναν λαβύρινθο γεμάτο καινούριες εντυπώσεις…


[Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται από τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας οποιαδήποτε αναπαραγωγή. ]

© Δημήτρης Αργασταράς, 2008